τεκμαίρομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
# επί των μελλόντων, [[προλέγω]]
# επί των μελλόντων, [[προλέγω]]


{{κλείδα-ελλ}}

{{κλείδα ταξινόμησης|τεκμαιρομαι}}


[[nl:τεκμαίρομαι]]
[[nl:τεκμαίρομαι]]

Αναθεώρηση της 08:49, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεκμαίρομαι < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι

Ρήμα

τεκμαίρομαι

  1. από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
  2. (στο γ' πρόσωπο) τεκμαίρεται: βγαίνει το συμπέρασμα επί τη βάσει τεκμηρίων

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

τεκμαίρομαι

  1. επί θεών, δια σημείου δηλώνω, προσδιορίζω
  2. γενικά προδιαγράφω
  3. από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
  4. επί των μελλόντων, προλέγω