τεντώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 09:05, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τεντώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος τεντώνω
Ρήμα
τεντώνομαι, πρτ.: τεντωνόμουν, στ.μέλλ.: θα τεντωθώ, αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος
- με τεντώνουν
- τεντώνω τα άκρα μου (πχ για να ξεμουδιάσω)
Μεταφράσεις
τεντώνομαι
|