љубавник: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αφαίρεση κλείδας {{κλείδα-ελλ}}
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
# ο [[εραστής]]
# ο [[εραστής]]



{{κλείδα-ελλ}}


[[en:љубавник]]
[[en:љубавник]]

Αναθεώρηση της 10:06, 25 Μαΐου 2013

Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

љубавник (sr) (λατινική γραφή: ljubavnik) αρσενικό

  1. ο ερωτευμένος
  2. ο εραστής