τραυματίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 83: | Γραμμή 83: | ||
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα ταξινόμησης|τραυματιζομαι}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 11:15, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραυματίζομαι < παθητική φωνή του τραυματίζω
Ρήμα
τραυματίζομαι
- υφίσταμαι τραυματισμό εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου