σικελικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 72: | Γραμμή 72: | ||
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|σικελικό}} |
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|σικελικό}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[Κατηγορία:Γλώσσες στα ελληνικά]] |
[[Κατηγορία:Γλώσσες στα ελληνικά]] |
Αναθεώρηση της 14:31, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σικελικά < σικελικός
Ουσιαστικό
σικελικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και σικελιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Το λατινογενές ιδίωμα που μιλιέται στη Σικελία, στα δορυφορικά νησιά της και σε μερικές περιοχές της νότιας Ιταλίας. Κάποιοι το θεωρούν ξεχωριστή γλώσσα, ενώ άλλοι, απλώς, μια διάλεκτο των ιταλικών. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα ούτε στη Σικελία ούτε πουθενά άλλου στον κόσμο.
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σικελικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σικελικό