σκότα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:σκότα]] |
[[mg:σκότα]] |
Αναθεώρηση της 15:50, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκότα | οι | σκότες |
γενική | της | σκότας | — | |
αιτιατική | τη | σκότα | τις | σκότες |
κλητική | σκότα | σκότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- σκότα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκότα θηλυκό
- το σκοινί που χρησιμοποιείται στο πλοίο για την ρύθμιση του ανοίγματος των πανιών.
Μεταφράσεις
σκότα
|