στρατάρχης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 66: Γραμμή 66:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|στραταρχησ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:στρατάρχης]]
[[en:στρατάρχης]]

Αναθεώρηση της 17:41, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατάρχης οι στρατάρχες
      γενική του στρατάρχη των στραταρχών
    αιτιατική τον στρατάρχη τους στρατάρχες
     κλητική στρατάρχη στρατάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατάρχης < αρχαία ελληνική στρατάρχης < στρατός + -άρχης < ἄρχω (εξουσιάζω)

Ουσιαστικό

στρατάρχης αρσενικό

  1. βαθμός ανώτατου αξιωματικού του Στρατού Ξηράς, αμέσως ανώτερος του στρατηγού, που αντιστοιχίζεται στο βαθμό OF-10 του NATO. Προβλέπεται για διοίκηση σχηματισμών μεγαλύτερων της στρατιάς.


Μεταφράσεις