συντομογραφία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[ast:συντομογραφία]] |
[[ast:συντομογραφία]] |
Αναθεώρηση της 19:22, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντομογραφία θηλυκό
- σύντμηση μιας λέξης ή μιας έκφρασης με αφαίρεση γραμμάτων που επιτρέπει την πιο γρήγορη γραφή και την εξοικονόμηση χώρου
- Σημείωση
- Η συντομογραφία είναι είδος συντομομορφής, που ενώ γράφεται σύντομα, δεν προφέρεται σύντομα, αλλά προφέρεται ως πλήρης μορφή.
- Παραδείγματα συντομογραφιών
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συντομογραφικά (καθαρεύουσα: συντομογραφικώς)
- συντομογραφικός
Κατάλογος συντομογραφιών που χρησιμοποιούνται τυπικώς σε λεξικά
- 'αρσ.': αρσενικό
- 'θηλ.': θηλυκό
- 'ουδ.': ουδέτερο
- 'αρχ.': αρχαίος
- 'μτφρ.': μετάφραση
- 'ουσ.': ουσιαστικό
- 'επίρρ.: επίρρημα κ.α.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
συντομογραφία