απλός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'|απλ}}
{{el-κλίσ-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἁπλοῦς]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἁπλοῦς]]

Αναθεώρηση της 12:27, 11 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλός η απλή το απλό
      γενική του απλού της απλής του απλού
    αιτιατική τον απλό την απλή το απλό
     κλητική απλέ απλή απλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλοί οι απλές τα απλά
      γενική των απλών των απλών των απλών
    αιτιατική τους απλούς τις απλές τα απλά
     κλητική απλοί απλές απλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλός < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς

Επίθετο

απλός

  1. που δεν είναι πολύπλοκος
    μια απλή κατασκευή, θα σου το πω με απλά λόγια
  2. λιτός ως προς τον τρόπο ζωής, τη διακόσμηση, τα εκφραστικά μέσα
  3. (για χαρακτήρες) ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, ευθύς
  4. συνηθισμένος, καθημερινός
    εμείς οι απλοί άνθρωποι, εμφανίστηκε με απλά ρούχα
  5. αμόρφωτος, απλοϊκός
    πολλές φορές ακούς μεγάλες αλήθειες από το στόμα των απλών ανθρώπων

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις