αβάγιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'|αβάγιστ}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < από το [[α-]] ''στερητικό'' και το [[βαγίζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < από το [[α-]] ''στερητικό'' και το [[βαγίζω]]

Αναθεώρηση της 14:38, 11 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάγιστος η αβάγιστη το αβάγιστο
      γενική του αβάγιστου της αβάγιστης του αβάγιστου
    αιτιατική τον αβάγιστο την αβάγιστη το αβάγιστο
     κλητική αβάγιστε αβάγιστη αβάγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάγιστοι οι αβάγιστες τα αβάγιστα
      γενική των αβάγιστων των αβάγιστων των αβάγιστων
    αιτιατική τους αβάγιστους τις αβάγιστες τα αβάγιστα
     κλητική αβάγιστοι αβάγιστες αβάγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάγιστος < από το α- στερητικό και το βαγίζω

Επίθετο

αβάγιστος, -η, -ο

  1. άκαμπτος, αλύγιστος
  2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος


Μεταφράσεις