δυσβάστακτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος' |
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
Αναθεώρηση της 14:59, 11 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυσβάστακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δυσβάστακτος, -η, -ο
- που δύσκολα κάποιος το αντέχει, το υποφέρει
- δυσβάστακτο κόστος, δυσβάστακτη απώλεια
Μεταφράσεις
δυσβάστακτος
|