σύντομος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'|σύντομ}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|σύντομος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|σύντομος]]

Αναθεώρηση της 15:20, 11 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύντομος η σύντομη το σύντομο
      γενική του σύντομου της σύντομης του σύντομου
    αιτιατική τον σύντομο τη σύντομη το σύντομο
     κλητική σύντομε σύντομη σύντομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύντομοι οι σύντομες τα σύντομα
      γενική των σύντομων των σύντομων των σύντομων
    αιτιατική τους σύντομους τις σύντομες τα σύντομα
     κλητική σύντομοι σύντομες σύντομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύντομος < αρχαία ελληνική σύντομος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

σύντομος, -η, -ο

  1. που έχει μικρή διάρκεια
  2. (για κείμενο) που έχει μικρή έκταση

Μεταφράσεις