νίτρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίσ-'πεύκο' |
{{el-κλίσ-'πεύκο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|νίτρον}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|νίτρον}} |
Αναθεώρηση της 09:00, 13 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νίτρο < αρχαία ελληνική νίτρον
Ουσιαστικό
νίτρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των νιτρικών αλάτων, των αλκαλίων και των γαιαλκαλίων, κυρίως όμως του νιτρικού καλίου και του νιτρικού νατρίου
- (ειδικότερα) τα καυστικά διαλύματα των νιτρικών αλάτων, αλκαλίων ή γαιαλκαλίων
- (αργκό) μείγμα οξειδίων του αζώτου που βελτιώνει την καύση των οχημάτων
- Βάλ'του νίτρο, θέλω να πάω με χίλια απόψε.
Δείτε επίσης
- νίτρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
νίτρο
|