πλαστικό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'βουνό' |
{{el-κλίσ-'βουνό'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
* '''{{PAGENAME}}''' < ουδέτερο του επίθετου [[πλαστικός]] |
* '''{{PAGENAME}}''' < ουδέτερο του επίθετου [[πλαστικός]] |
Αναθεώρηση της 11:10, 13 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαστικό | τα | πλαστικά |
γενική | του | πλαστικού | των | πλαστικών |
αιτιατική | το | πλαστικό | τα | πλαστικά |
κλητική | πλαστικό | πλαστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πλαστικό < ουδέτερο του επίθετου πλαστικός
Ουσιαστικό
πλαστικό ουδέτερο
- οργανικό προϊόν, συνθετικό, ημισυνθετικό ή φυσικό εύπλαστο πολυμερές
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλαστικό