πλάι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ →{{ουσιαστικό|el}}: ακλ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} {{ακλ}} |
||
# η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια |
# η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια |
||
# '''στο πλάι''' κάποιου: [[δίπλα]] του και υποστηρίζοντάς τον |
# '''στο πλάι''' κάποιου: [[δίπλα]] του και υποστηρίζοντάς τον |
||
==={{επίρρημα}}=== |
==={{επίρρημα}}=== |
||
# (''τοπικά'') [[παραπλεύρως]], [[δίπλα]], [[κολλητά]] |
# (''τοπικά'') [[παραπλεύρως]], [[δίπλα]], [[κολλητά]] |
Αναθεώρηση της 04:04, 14 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)
Ουσιαστικό
πλάι ουδέτερο άκλιτο
- η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
- στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον
Επίρρημα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
- (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
- Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
- Κάτσε πλάι μου
- δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης )
- "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
- Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
- συγκριτικά με
- "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"
Μεταφράσεις
πλάι