ξεναγός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'ουρανός'}}
{{el-κλίσ-'ουρανός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < [[ξένος]] + [[-αγός]] (< {{αρχ}} [[ἄγω]] )
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|ξεναγός]] < [[ξένος]] + [[ἄγω]] ή [[ἡγέομαι]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
* αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
# αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
: ''Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος.'' (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
#: ''Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος.'' (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
# (''μεταφορικά'') αυτός που εισάγει κάποιον σε ένα τομέα που είναι καινούργιος για τον [[ξεναγούμενος|ξεναγούμενο]]

#:''Στο φιλόδοξο εγχείρημα είχαμε '''ξεναγό''' τον αστροφυσικό...''
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[ξεναγώ]] (και '''εσφαλμένα''' ξεναγωγώ, ξεναγωγούσαν κ.λπ.)
* [[ξεναγώ]]
* [[ξενάγηση]]
* [[ξενάγηση]]
*[[ξεναγούμενος]]

*[[ξεναγία]]
*[[ξεναγητής]]
===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 59: Γραμμή 64:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
=={{-grc-}}==
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξένος]] + [[ἄγω]] ή [[ἡγέομαι]]
==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# ο επικεφαλής μισθοφορικών στρατευμάτων, που το αξίωμά του ονομαζόταν [[ξεναγία]]


===={{συγγενικά}}====
*[[ξεναγέτης]]
*[[ξεναγέω]]
*[[ξεναγία]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 11:17, 15 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός'

Ετυμολογία

ξεναγός < αρχαία ελληνική ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι

Ουσιαστικό

ξεναγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
    Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος. (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
  2. (μεταφορικά) αυτός που εισάγει κάποιον σε ένα τομέα που είναι καινούργιος για τον ξεναγούμενο
    Στο φιλόδοξο εγχείρημα είχαμε ξεναγό τον αστροφυσικό...

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι

Ουσιαστικό

ξεναγός αρσενικό

  1. ο επικεφαλής μισθοφορικών στρατευμάτων, που το αξίωμά του ονομαζόταν ξεναγία


Συγγενικά