αγελαδοτρόφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'δρόμος' |
{{el-κλίσ-'δρόμος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''', λόγια λέξη < [[αγελάς]]/[[αγελάδα]] + [[τρέφω]] |
: '''{{PAGENAME}}''', λόγια λέξη < [[αγελάς]]/[[αγελάδα]] + [[τρέφω]] |
Αναθεώρηση της 15:40, 15 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αγελαδοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/αυτή που εκτρέφει αγελάδες