λαδόκολλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πείνα'|λαδόκολλ}}
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[λάδι]] + [[κόλλα]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[λάδι]] + [[κόλλα]]

Αναθεώρηση της 14:45, 16 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδόκολλα οι λαδόκολλες
      γενική της λαδόκολλας
    αιτιατική τη λαδόκολλα τις λαδόκολλες
     κλητική λαδόκολλα λαδόκολλες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδόκολλα < λάδι + κόλλα
κομμάτι από λαδόκολλα

Ουσιαστικό

λαδόκολλα θηλυκό

  1. αδιάβροχο χαρτί εμποτισμένο με λιπαρή ουσία, με το οποίο τυλίγουμε κρεατικά και ψάρια για να τα ψήσουμε χωρίς να χασουν τους χυμούς τους ή το στρώνουμε στα ταψιά για να μην κολλήσουν τα γλυκίσματα στο ψήσιμο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις