verkennen: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
[[mg:verkennen]]
[[mg:verkennen]]
[[nl:verkennen]]
[[nl:verkennen]]
[[pl:verkennen]]
[[zh:verkennen]]
[[zh:verkennen]]

Αναθεώρηση της 19:43, 22 Ιουνίου 2013

Γερμανικά (de)

Ρήμα

verkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: verkannte, μετοχή παρακειμένου: verkannt)

Sie hat seine guten Absichten verkannt! - Παραγνώρισε τις καλές του προθέσεις!

Συνώνυμα

Δείτε επίσης