ετερόκλιτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
ομων
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
#: {{συνώνυμα}}: [[ανομοιογενής]], [[ανομοιόμορφος]], [[ανόμοιος]], [[αταίριαστος]], [[ετερογενής]], [[διαφορετικός]], [[ποικίλος]]
#: {{συνώνυμα}}: [[ανομοιογενής]], [[ανομοιόμορφος]], [[ανόμοιος]], [[αταίριαστος]], [[ετερογενής]], [[διαφορετικός]], [[ποικίλος]]
#: {{αντώνυμα}}: [[ομοιογενής]], [[ομοιόμορφος]], [[ομοειδής]], [[όμοιος]]
#: {{αντώνυμα}}: [[ομοιογενής]], [[ομοιόμορφος]], [[ομοειδής]], [[όμοιος]]



===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
* [[ετερογενής]]
* [[ετερογενής]]

===={{ομώνυμα}}====
* [[ετερόκλητος]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 21:40, 29 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόκλιτος η ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
      γενική του ετερόκλιτου της ετερόκλιτης του ετερόκλιτου
    αιτιατική τον ετερόκλιτο την ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
     κλητική ετερόκλιτε ετερόκλιτη ετερόκλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόκλιτοι οι ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
      γενική των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων
    αιτιατική τους ετερόκλιτους τις ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
     κλητική ετερόκλιτοι ετερόκλιτες ετερόκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόκλιτος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερόκλιτος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανικά Heteroklit)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ομώνυμα / Ομόηχα

Επίθετο

ετερόκλιτος, -η, -ο

  1. Πρότυπο:γλωσσ με ανωμαλίες κατά την κλίση (π.χ. ο πληθυντικός αριθμός ακολουθεί άλλη κλίση από τον ενικό)
    Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτη: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
  2. ο αποτελούμενος από ανομοιογενή στοιχεία
    Συνώνυμα: ανομοιογενής, ανομοιόμορφος, ανόμοιος, αταίριαστος, ετερογενής, διαφορετικός, ποικίλος
    Αντώνυμα: ομοιογενής, ομοιόμορφος, ομοειδής, όμοιος


Δείτε επίσης

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις