γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) →{{μεταφράσεις}}: διόρθωση mn |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
* {{lt}} : {{τ|lt|pienas}} |
* {{lt}} : {{τ|lt|pienas}} |
||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}}--> |
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}}--> |
||
* {{mn}} : {{τ|сүү| |
* {{mn}} : {{τ|mn|сүү|tr=süü}} |
||
* [[ναβάχο]] : [[abe']] |
* [[ναβάχο]] : [[abe']] |
||
* {{no}} : {{τ|no|melk}} |
* {{no}} : {{τ|no|melk}} |
Αναθεώρηση της 18:25, 2 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γάλα < αρχαία ελληνική γάλα
Ουσιαστικό
γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
Συγγενικά
Σύνθετα
και
Μεταφράσεις
γάλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-
Ουσιαστικό
γάλα ουδέτερο