αλληλεπίδραση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αλληλο-]] + [[επίδραση]] ({{μτφδ}} ({{fr}}) [[interaction]]) |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
Αναθεώρηση της 09:17, 5 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληλεπίδραση < αλληλο- + επίδραση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) interaction)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αλληλεπίδραση θηλυκό
- η αμοιβαία επίδραση μεταξύ δύο προσώπων ή συστημάτων
- η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλληλεπιδραστικός
- αλληλεπιδρώ
- → δείτε τις λέξεις αλληλο- και επίδραση
Μεταφράσεις
αλληλεπίδραση