étage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cy
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ta
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[ru:étage]]
[[ru:étage]]
[[sv:étage]]
[[sv:étage]]
[[ta:étage]]

Αναθεώρηση της 23:45, 21 Ιουλίου 2013

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étage < estage (=κατοικία) < Πρότυπο:ετυμ fro ester (=μένω, στέκομαι)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

  1. ο όροφος, το πάτωμα

Συγγενικά