προσωπικότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα' |
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 18:55, 28 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσωπικότητα < προσωπικός < πρόσωπο
Ουσιαστικό
προσωπικότητα θηλυκό
- τα ατομικά ψυχικά και πνευματικά γνωρίσματα και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν μοναδικά έναν άνθρωπο, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του
- η ισχυρή προσωπικότητα
- είναι άτομο με προσωπικότητα
- άτομο που έχει διακριθεί σε κάποιον τομέα
- στη δεξίωση παραβρέθηκαν προσωπικότητες από το χώρο της τέχνης
- (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που έχει οποιοδήποτε πράγμα και το κάνει να ξεχωρίζει
- έκανε πολλές μετατροπές στο αυτοκίνητό του γιατί ήθελε να έχει ένα αμάξι με προσωπικότητα
Εκφράσεις
- διχασμένη προσωπικότητα: άτομο με ψυχική διαταραχή που εμφανίζει δύο διαφορετικές προσωπικότητες και ταυτότητες
Μεταφράσεις
προσωπικότητα