έτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'έδαφος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[ἔτος]]''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[ἔτος]]''' |
Αναθεώρηση της 14:24, 1 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έτος < αρχαία ελληνική ἔτος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έτος ουδέτερο
- χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
- χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
- σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
- χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
- οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- επετειακός
- επέτειος
- μονοετής, διετής, τριετής κ.λπ.