φεγγάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'τραγούδι'|φεγγάρ|φεγγαρ}}
{{el-κλίσ-'τραγούδι'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} '''φεγγάριν''' < [[φεγγάριον]], υποκοριστικό του αρχαίου [[φέγγος|φέγγος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} '''φεγγάριν''' < [[φεγγάριον]], υποκοριστικό του αρχαίου [[φέγγος|φέγγος]]

Αναθεώρηση της 08:53, 5 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
      γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
    αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
     κλητική φεγγάρι φεγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεγγάρι < μεσαιωνική ελληνική φεγγάριν < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος
Το φεγγάρι

Ουσιαστικό

φεγγάρι ουδέτερο

  1. ουράνιο σώμα περιφερόμενο γύρω από τη Γη.
  2. (κατ’ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
  3. (κατ’ επέκταση) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
  4. ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 28 μέρες).

Εκφράσεις

  • έχει τα φεγγάρια του : κάνει λόξες, είναι ιδιότροπος
  • πάνε φεγγάρια που δεν σε είδα : πάει πολύς καιρός που δεν σε είδα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

Συνώνυμα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις