επιτροπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση του προτύπου el-κλίσ-'ψυχή' |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:επιτροπή]] |
Αναθεώρηση της 18:16, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιτροπή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επιτροπή θηλυκό
- πολυμελές (συνήθως) διοικητικό όργανο που είτε έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες ή συγκροτείται για να μελετήσει κάτι και να προτείνει λύσεις
- η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος εκλέγεται από το συνέδριο
- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
- λέγεται ότι αν θέλεις να αναβάλεις κάτι, προτείνεις τη σύστηαση μιας επιτροπής
Μεταφράσεις
επιτροπή