μάθημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:μάθημα]]
[[de:μάθημα]]
[[de:μάθημα]]
[[en:μάθημα]]
[[en:μάθημα]]

Αναθεώρηση της 18:34, 13 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

μάθημα < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

μάθημα ουδέτερο

  1. γνωστικό αντικείμενο που διδάσκεται σε σχολείο ή πανεπιστήμιο
    πήρα άριστα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών
  2. ενότητα ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
    στο πρώτο μάθημα των αρχαίων ελληνικών διδαχτήκαμε τους κανόνες τονισμού
  3. η διδασκαλία και παρακολούθηση ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
    πρέπει να φύγω, γιατί σε λίγο έχω μάθημα
  4. εμπειρία που αποκτιέται από ένα, συνήθως οδυνηρό, περιστατικό της ζωής
    με ξεγέλασαν, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα και άλλη φορά θα είμαι προσεκτικότερος στην επιλογή των φίλων μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις