ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ποσότητα]] |
|||
[[fr:ποσότητα]] |
[[fr:ποσότητα]] |
||
[[lo:ποσότητα]] |
[[lo:ποσότητα]] |
Αναθεώρηση της 18:50, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ποσότητα θηλυκό
- αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
- η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
- η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
- η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...