φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:φέρνω]] |
|||
[[en:φέρνω]] |
[[en:φέρνω]] |
||
[[fj:φέρνω]] |
[[fj:φέρνω]] |
Αναθεώρηση της 19:08, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
φέρνω, πρτ.: έφερνα, στ.μέλλ.: θα φέρω, αόρ.: έφερα, παθ.φωνή: φέρνομαι, μτχ.π.π.: φερμένος
- μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
- σας έφερα την εφημερίδα σας
- τι νέα μας έφερες;
- γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
- οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
- τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
- έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
- οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
- μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
- φέρνει λιγάκι στον πατέρα του
Εκφράσεις
- σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
- ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (χρειάζονται πολλοί για τν επιτυχία)
- όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος (κάτι μπορει να συμβεί από στιγμή σε στιγμή)