ψάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
# {{οικ}} είμαι σε φάση [[αναζήτηση]]ς, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου |
# {{οικ}} είμαι σε φάση [[αναζήτηση]]ς, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου |
||
===={{κλίση}==== |
===={{κλίση})==== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|παρακΒ=1}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:50, 16 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψάχνομαι < παθητική φωνή του ψάχνω
Ρήμα
ψάχνομαι, πρτ.: ψαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψαχτώ, αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος
- ψάχνω να βρω κάτι πάνω μου, πχ. στις τσέπες μου
- (οικείο) αναζητώ το δρόμο μου στη ζωή
- (οικείο) είμαι σε φάση αναζήτησης, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου
{{κλίση})
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψάχνομαι | ψαχνόμουν(α) | θα ψάχνομαι | να ψάχνομαι | ||
β' ενικ. | ψάχνεσαι | ψαχνόσουν(α) | θα ψάχνεσαι | να ψάχνεσαι | (ψάχνου) | |
γ' ενικ. | ψάχνεται | ψαχνόταν(ε) | θα ψάχνεται | να ψάχνεται | ||
α' πληθ. | ψαχνόμαστε | ψαχνόμαστε ψαχνόμασταν |
θα ψαχνόμαστε | να ψαχνόμαστε | ||
β' πληθ. | ψάχνεστε | ψαχνόσαστε ψαχνόσασταν |
θα ψάχνεστε | να ψάχνεστε | (ψάχνεστε) | |
γ' πληθ. | ψάχνονται | ψάχνονταν ψαχνόντουσαν |
θα ψάχνονται | να ψάχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψάχτηκα | θα ψαχτώ | να ψαχτώ | ψαχτεί | ||
β' ενικ. | ψάχτηκες | θα ψαχτείς | να ψαχτείς | ψάξου | ||
γ' ενικ. | ψάχτηκε | θα ψαχτεί | να ψαχτεί | |||
α' πληθ. | ψαχτήκαμε | θα ψαχτούμε | να ψαχτούμε | |||
β' πληθ. | ψαχτήκατε | θα ψαχτείτε | να ψαχτείτε | ψαχτείτε | ||
γ' πληθ. | ψάχτηκαν ψαχτήκαν(ε) |
θα ψαχτούν(ε) | να ψαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψαχτεί | είχα ψαχτεί | θα έχω ψαχτεί | να έχω ψαχτεί | ψαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψαχτεί | είχες ψαχτεί | θα έχεις ψαχτεί | να έχεις ψαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψαχτεί | είχε ψαχτεί | θα έχει ψαχτεί | να έχει ψαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψαχτεί | είχαμε ψαχτεί | θα έχουμε ψαχτεί | να έχουμε ψαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψαχτεί | είχατε ψαχτεί | θα έχετε ψαχτεί | να έχετε ψαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψαχτεί | είχαν ψαχτεί | θα έχουν ψαχτεί | να έχουν ψαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψαγμένος - είμαστε, είστε, είναι ψαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψαγμένοι |
Μεταφράσεις
ψάχνομαι
|