άρχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:άρχω]]
[[mg:άρχω]]
[[mg:άρχω]]

Αναθεώρηση της 08:35, 27 Αυγούστου 2013

Δείτε επίσης: ἄρχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άρχω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

άρχω, πρτ.: ήρξα, στ.μέλλ.: θα άρξω, αόρ.: ήρξα, παθ.φωνή: άρχομαι

  1. κυβερνώ, ασκώ εξουσία έχοντας ανώτατο αξίωμα, αρχή
  2. (μεταφορικά) κυριαρχώ


Μεταφράσεις