βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:βρόχος]] |
|||
[[en:βρόχος]] |
[[en:βρόχος]] |
||
[[mg:βρόχος]] |
[[mg:βρόχος]] |
Αναθεώρηση της 08:46, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρόχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βρόχος αρσενικό
- κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά μέχρι να ικανοποιηθεί μια συνθήκη