γυναικείος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:γυναικείος]]
[[en:γυναικείος]]
[[en:γυναικείος]]
[[hr:γυναικείος]]
[[hr:γυναικείος]]

Αναθεώρηση της 09:10, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυναικείος < γυναίκα

Επίθετο

γυναικείος αρσενικό, γυναικεία θηλυκό, γυναικείο ουδέτερο

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις