δεύτερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 114: Γραμμή 114:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:δεύτερος]]
[[en:δεύτερος]]
[[en:δεύτερος]]
[[eu:δεύτερος]]
[[eu:δεύτερος]]

Αναθεώρηση της 09:14, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεύτερος η δεύτερη το δεύτερο
      γενική του δεύτερου της δεύτερης του δεύτερου
    αιτιατική τον δεύτερο τη δεύτερη το δεύτερο
     κλητική δεύτερε δεύτερη δεύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεύτεροι οι δεύτερες τα δεύτερα
      γενική των δεύτερων των δεύτερων των δεύτερων
    αιτιατική τους δεύτερους τις δεύτερες τα δεύτερα
     κλητική δεύτεροι δεύτερες δεύτερα
* λόγια γενική ενικού: δευτέρου
* λόγια μορφή του θηλυκού: δευτέρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεύτερος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Αριθμητικό

δεύτερος -η/-α -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον πρώτο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν δύο (2)
    ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος
    η κόρη μου πάει στη δευτέρα τάξη
  2. κατώτερος σε ποιότητα ή τάξη
    δεύτερης ποιότητας, δευτέρας διαλογής

Εκφράσεις

  • (από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις