ξεναγός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 81: | Γραμμή 81: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ξεναγός]] |
|||
[[mg:ξεναγός]] |
[[mg:ξεναγός]] |
Αναθεώρηση της 10:45, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεναγός < αρχαία ελληνική ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι
Ουσιαστικό
ξεναγός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
- Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος. (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
- (μεταφορικά) αυτός που εισάγει κάποιον σε ένα τομέα που είναι καινούργιος για τον ξεναγούμενο
- Στο φιλόδοξο εγχείρημα είχαμε ξεναγό τον αστροφυσικό...
Συγγενικά
- ξεναγώ (και εσφαλμένα ξεναγωγώ, ξεναγωγούσαν κ.λπ.)
- ξενάγηση
- ξεναγούμενος
- ξεναγία
- ξεναγητής
Δείτε επίσης
- ξεναγός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
ξεναγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεναγός αρσενικό
- ο επικεφαλής μισθοφορικών στρατευμάτων, που το αξίωμά του ονομαζόταν ξεναγία