πυρίμαχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:πυρίμαχος]] |
Αναθεώρηση της 11:20, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυρίμαχος < αρχαία ελληνική πυριμάχος < πῦρ + μάχομαι
Επίθετο
πυρίμαχος, -η, -ο
- που αντέχει σε μεγάλη θερμοκρασία
- πυρίμαχος εξοπλισμός
Μεταφράσεις
πυρίμαχος
|