απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 63: Γραμμή 63:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:απαλλάσσω]]

Αναθεώρηση της 13:09, 4 Σεπτεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω

Ρήμα

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
  3. αθωώνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις