αξιόπιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
[[chr:αξιόπιστος]]
[[chr:αξιόπιστος]]
[[en:αξιόπιστος]]
[[en:αξιόπιστος]]
[[mg:αξιόπιστος]]

Αναθεώρηση της 12:44, 22 Σεπτεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αξιόπιστος < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος < ἄξιος + πίστις

Επίθετο

αξιόπιστος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα ή μαρτυρίες) που αξίζει την εμπιστοσύνη μας
  2. (για μηχανήματα) που δεν παρουσιάζει συχνές και απρόβλεπτες βλάβες


Μεταφράσεις