υπερφουσκώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{-el-}} |
=={{-el-}}== |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# [[φουσκώνομαι]] σε πολύ μεγάλο βαθμό. |
# [[φουσκώνομαι]] σε πολύ μεγάλο βαθμό. |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|υπερφουσκώ|υπερφουσκω}} |
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|υπερφουσκώ|υπερφουσκω}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 11:35, 24 Σεπτεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφουσκώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υπερφουσκώνω
Ρήμα
υπερφουσκώνομαι
- φουσκώνομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφουσκώνομαι | υπερφουσκωνόμουν(α) | θα υπερφουσκώνομαι | να υπερφουσκώνομαι | ||
β' ενικ. | υπερφουσκώνεσαι | υπερφουσκωνόσουν(α) | θα υπερφουσκώνεσαι | να υπερφουσκώνεσαι | (υπερφουσκώνου) | |
γ' ενικ. | υπερφουσκώνεται | υπερφουσκωνόταν(ε) | θα υπερφουσκώνεται | να υπερφουσκώνεται | ||
α' πληθ. | υπερφουσκωνόμαστε | υπερφουσκωνόμαστε υπερφουσκωνόμασταν |
θα υπερφουσκωνόμαστε | να υπερφουσκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερφουσκώνεστε | υπερφουσκωνόσαστε υπερφουσκωνόσασταν |
θα υπερφουσκώνεστε | να υπερφουσκώνεστε | (υπερφουσκώνεστε) | |
γ' πληθ. | υπερφουσκώνονται | υπερφουσκώνονταν υπερφουσκωνόντουσαν |
θα υπερφουσκώνονται | να υπερφουσκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφουσκώθηκα | θα υπερφουσκωθώ | να υπερφουσκωθώ | υπερφουσκωθεί | ||
β' ενικ. | υπερφουσκώθηκες | θα υπερφουσκωθείς | να υπερφουσκωθείς | υπερφουσκώσου | ||
γ' ενικ. | υπερφουσκώθηκε | θα υπερφουσκωθεί | να υπερφουσκωθεί | |||
α' πληθ. | υπερφουσκωθήκαμε | θα υπερφουσκωθούμε | να υπερφουσκωθούμε | |||
β' πληθ. | υπερφουσκωθήκατε | θα υπερφουσκωθείτε | να υπερφουσκωθείτε | υπερφουσκωθείτε | ||
γ' πληθ. | υπερφουσκώθηκαν υπερφουσκωθήκαν(ε) |
θα υπερφουσκωθούν(ε) | να υπερφουσκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερφουσκωθεί | είχα υπερφουσκωθεί | θα έχω υπερφουσκωθεί | να έχω υπερφουσκωθεί | υπερφουσκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερφουσκωθεί | είχες υπερφουσκωθεί | θα έχεις υπερφουσκωθεί | να έχεις υπερφουσκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφουσκωθεί | είχε υπερφουσκωθεί | θα έχει υπερφουσκωθεί | να έχει υπερφουσκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφουσκωθεί | είχαμε υπερφουσκωθεί | θα έχουμε υπερφουσκωθεί | να έχουμε υπερφουσκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφουσκωθεί | είχατε υπερφουσκωθεί | θα έχετε υπερφουσκωθεί | να έχετε υπερφουσκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφουσκωθεί | είχαν υπερφουσκωθεί | θα έχουν υπερφουσκωθεί | να έχουν υπερφουσκωθεί |