πλάι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
* [[πλάγια]]
* [[πλάγια]]


==={{επίρρημα}}===
==={{επίρρημα|el}}===
# (''τοπικά'') [[παραπλεύρως]], [[δίπλα]], [[κολλητά]]
# (''τοπικά'') [[παραπλεύρως]], [[δίπλα]], [[κολλητά]]
#:Τα θρανία τους είναι '''πλάι-πλάι'''
#:Τα θρανία τους είναι '''πλάι-πλάι'''
Γραμμή 25: Γραμμή 25:


{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|next to...}}
* {{en}} : {{τ|en|next to}}, {{τ|en|side by side}}
* {{en}} : {{τ|en|side by side}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 20:52, 29 Σεπτεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)

Ουσιαστικό

πλάι ουδέτερο άκλιτο

  1. η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
  2. στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον

Δείτε επίσης

Επίρρημα

  1. (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
    Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
    Κάτσε πλάι μου
  2. δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης )
    "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
    Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
  3. συγκριτικά με
    "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"

Μεταφράσεις