αλεξήνεμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
#{{λόγιο}} που [[προστατεύω|προστατεύει]] από τον [[άνεμος|άνεμο]]
#{{λόγιο}} που [[προστατεύω|προστατεύει]] από τον [[άνεμος|άνεμο]]
#{{ους}}{{λόγιο}} [[αλεξήνεμο]]: [[παρμπρίζ]], [[ανεμοθώρακας]], [[φέρινγκ]]
#{{ουσ}} {{λόγιο}} [[αλεξήνεμο]]: [[παρμπρίζ]], [[ανεμοθώρακας]], [[φέρινγκ]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 20:18, 3 Οκτωβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεξήνεμος η αλεξήνεμη το αλεξήνεμο
      γενική του αλεξήνεμου της αλεξήνεμης του αλεξήνεμου
    αιτιατική τον αλεξήνεμο την αλεξήνεμη το αλεξήνεμο
     κλητική αλεξήνεμε αλεξήνεμη αλεξήνεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεξήνεμοι οι αλεξήνεμες τα αλεξήνεμα
      γενική των αλεξήνεμων των αλεξήνεμων των αλεξήνεμων
    αιτιατική τους αλεξήνεμους τις αλεξήνεμες τα αλεξήνεμα
     κλητική αλεξήνεμοι αλεξήνεμες αλεξήνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλεξήνεμος < (ελληνιστική κοινήἀλεξ-ήνεμος < ἀλέξω + ἄνεμος

Επίθετο

αλεξήνεμος

  1. (λόγιο) που προστατεύει από τον άνεμο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (λόγιο) αλεξήνεμο: παρμπρίζ, ανεμοθώρακας, φέρινγκ

Μεταφράσεις