écart: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ περιττή κλείδα |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[écarter]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[écarter]] |
||
==={{ουσιαστικό|fr |
==={{ουσιαστικό|fr}}=== |
||
{{fr-κλίσ-rég}} |
{{fr-κλίσ-rég}} |
||
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} |
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} |
||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[écarter]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[écarter]] |
||
==={{ουσιαστικό|fr |
==={{ουσιαστικό|fr}}=== |
||
{{fr-κλίσ-rég}} |
{{fr-κλίσ-rég}} |
||
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} |
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} |
Αναθεώρηση της 22:00, 5 Οκτωβρίου 2013
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία
- écart < écarter
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- Πρότυπο:μαθ η διαφορά
- Πρότυπο:γλωσσ λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
Εκφράσεις
Συγγενικά
Ετυμολογία
- écart < écarter
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- (σε χαρτοπαίγνια) το ξεφύλλισμα