άδικο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg, en
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:άδικο]]
[[mg:άδικο]]
[[ru:άδικο]]
[[ru:άδικο]]

Αναθεώρηση της 17:40, 4 Νοεμβρίου 2013

Δείτε επίσης: -άδικο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άδικος

Ουσιαστικό

άδικο ουδέτερο

  1. άδικη πράξη, αδικία
    με πνίγει το άδικο
  2. έχω άδικο: κάνω λάθος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις