προκαταλαμβάνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 70: | Γραμμή 70: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:προκαταλαμβάνω]] |
Αναθεώρηση της 17:49, 24 Δεκεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκαταλαμβάνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
προκαταλαμβάνω, πρτ.: προκαταλάμβανα, στ.μέλλ.: θα προκαταλάβω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος
- κάνω κάποιον να σχηματίσει άποψη για ένα πρόσωπο ή θέμα πριν το γνωρίσει ή το μελετήσει ό ίδιος