ἄβαξ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{grc-κλισ-'κόραξ'|ἄβα|ἄβακ|ἄβακ|ἄβακ|ἄβα}} ==={{ετυμολογία}}=== '''ἄβαξ''' < ἀ- + βάσις < ο μη έχω... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 18:06, 28 Δεκεμβρίου 2013
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ἄβαξ < ἀ- + βάσις < ο μη έχων βάσιν [Ο ἄβαξ στους Έλληνες ήταν γενικώς μία επίπεδη πλάκα ή σανίδα που περιείχε άμμο ή σποδό. Λόγω της πολύ μικρής συνεντικότητας των κόκκων της άμμου δεν συνιστά βάση (στέρεο υπόβαθρο)]
Ουσιαστικό
(ο) ἄβαξ (αρσενικό)
- σανίδα ή πλάκα
- πίνακας αριθμητικός
- πλάκα επάνω στην οποία παίζεται τάβλι, ζατρίκιο κλπ
- τραπέζι
- (αρχιτεκτ.) βάση κιονόκρανου
- (στον πληθ.) παγκάκια θεάτρου