έως: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 30: | Γραμμή 30: | ||
[[en:έως]] |
[[en:έως]] |
||
[[mg:έως]] |
Αναθεώρηση της 17:36, 14 Ιανουαρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έως < αρχαία ελληνική ἕως (πρόθεση)
Πρόθεση
έως και ως
- (τοπικά) μέχρι ένα ορισμένο σημείο
- τον συνόδευσε έως την έξοδο
- (μεταφορικά)
- περίλυπος έως θανάτου η ψυχή μου
- (χρονικά) μέχρι να συμπληρωθεί ένα χρονικό διάστημα, πριν μια ορισμένη χρονική στιγμή
- θα δουλέψω έως τις έξι
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- Η πρόθεση συντάσσεται με αιτιατική και σπανιότερα με γενική, σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις
- Στον καθημερινό λόγο είναι συνηθέστερη η συντομότερη μορφή της λέξης (ως), ιδιαίτερα σε φράσεις με τοπική σημασία.
Μεταφράσεις
έως
→ δείτε τη λέξη μέχρι |