τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
|||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|prix}}, {{τ|fr|valeur}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|prix}}, {{τ|fr|valeur}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Preis}}, {{τ|de|Wert}} |
|||
* {{eo}} : {{τ|eo|prezo}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|prezo}} |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
* {{en}} : {{τ|en|honor}} |
* {{en}} : {{τ|en|honor}} |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|honneur}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|honneur}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Ehre}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 09:43, 17 Ιανουαρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τιμή < αρχαία ελληνική < τίω (τιμώ)
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
- ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
- η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
- η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
- προνόμιο
- ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
- Πρότυπο:μαθ μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
Μεταφράσεις
χρηματική αξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τιμή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
- το αξίωμα, η εξουσία
- (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
- η τιμητική προσφορά
- ο προσδιορισμός της περιουσίας
- η εκτίμηση της ζημιάς
- (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)