φτιάχνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|XXX}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|XXX}} -->
* {{de}} : {{τ|de|machen}}, {{τ|de|herstellen}} (1), {{τ|de|reparieren}}, {{τ|de|zurechtmachen}} (2)
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 14:22, 22 Ιανουαρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς

Ρήμα

φτιάχνω

  1. κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
    τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
    όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
  2. (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
    ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;

Εκφράσεις

  • τα φτιάχνω (με κάποιον):
  • τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
  • φτιάχνω κάποιον:
    • φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
    • (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
    • προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον

Ταυτόσημο

Παράγωγα


Μεταφράσεις