τρελαίνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίση
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs
Γραμμή 94: Γραμμή 94:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[cs:τρελαίνομαι]]
[[fr:τρελαίνομαι]]
[[fr:τρελαίνομαι]]

Αναθεώρηση της 09:58, 2 Φεβρουαρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρελαίνομαι < παθητική φωνή του τρελαίνω

Ρήμα

τρελαίνομαι

  1. γίνομαι τρελός, χάνω προσωρινά ή μόνιμα την ικανότητα να σκέφτομαι λογικά, παθαίνω ψυχολογική διαταραχή
  2. έχω πολύ ή υπερβολικό ενθουσιασμό για κάτι, μου αρέσει πολύ
  3. ...

Κλίση

Μεταφράσεις